Οντέτ Βαρών-Βασάρ
για το βιβλίο: AΙΓΛΗ ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ
«Λόγω της κρίσεως σας χαρίζω το παιδί μου»
Η διακίνηση των παιδιών στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα. Το παράδειγμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου Θεσσαλονίκης΄Αγιος Στυλιανός
ΕνΤόμω / ΣΥΜΕΠΕ 2015, Θεσσαλονίκη [1]
Με χαρά και αμηχανία συμμετέχω στην παρουσίαση του Βιβλίου της Αίγλης Μπρούσκου: η χαρά έχει να κάνει με το ότι είχα παρακολουθήσει από παλιά το εγχείρημά της και όπως όλοι όσοι γνώριζαν πτυχές της δουλειάς της περίμενα κι εγώ το ολοκληρωμένο βιβλίο. Η αμηχανία οφείλεται στο γεγονός ότι το βασικό επιστημονικό του πεδίο (η ανθρωπολογία της γέννησης) δεν εγγράφεται στα οικεία μου πεδία. Όταν λοιπόν η Αίγλη μού το πρότεινε αισθάνθηκα λίγο έξω από τα νερά μου. Τώρα όμως που ολοκλήρωσα την ενδελεχή ανάγνωση που απαιτεί η όποια συμμετοχή σε παρουσίαση βιβλίου την ευχαριστώ, γιατί ανακάλυψα ένα τρομερά ενδιαφέρον βιβλίο, που δεν είναι αμιγώς ανθρωπολογικό αλλά ανήκει οπωσδήποτε και στην ιστοριογραφία.
Για να το προσεγγίσω απόψε επέλεξα δύο πλάγια σε σχέση με τη θεματική του βιβλίου οδηγητικά νήματα που όμως με συνδέουν με αυτό: το ένα έχει να κάνει με την ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Το άλλο έχει να κάνει με την ιστορία των Ελληνοεβραίων της Θεσσαλονίκης και την εξόντωσή τους στο πλαίσιο της γενοκτονίας. Αφήνω έτσι απέξω τα σημαντικότερα ζητήματα, αυτά που έχουν να κάνουν με τη διακίνηση των παιδιών, την τύχη τους, την υιοθεσία των πιο τυχερών και την αναζήτηση των βιολογικών τους γονιών, με τη μορφή κινήματος στη δεκαετία του ’90. Είμαι όμως βέβαιη ότι αυτά τα ζητήματα θα τα καλύψουν επαρκώς τόσο η Πελαγία Μαρκέτου όσο και ο ψυχίατρος Δημήτρης Πλουμπίδης, που μιλούν απόψε. Θα αρχίσω λοιπόν από το δεύτερο νήμα, που υπήρξε και η αφορμή της γνωριμίας μας.
Με την Αίγλη Μπρούσκου γνωριστήκαμε στη Θεσσαλονίκη το 1990, ως ιδρυτικά μέλη της «Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού». Η Εταιρεία ιδρύθηκε από λίγες νέες τότε επιστημόνισσες από διάφορες ανθρωπιστικές επιστήμες (νομικοί, ιστορικοί, φιλόλογοι, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι.) Η Αίγλη ήταν η ανθρωπολόγος της παρέας, και στο πρώτο μας συνέδριο, το φθινόπωρο του 1991 στη Θεσσαλονίκη, η ανακοίνωσή της βασιζόταν ήδη στην έρευνά της στον ΄Αγιο Στυλιανό, το δημοτικό βρεφοκομείο της Θεσσαλονίκης, που βρισκόταν τότε σε αρχικό στάδιο. Γέφυρα με την θεματική του Συνεδρίου μας, που αποδείχθηκε ιδρυτικό των εβραϊκών σπουδών στην Ελλάδα, ήταν οι εβραίες τροφοί που είχε ήδη εντοπίσει στο Μητρώο να συνεργάζονται συστηματικά με τον ΄Αγιο Στυλιανό από το 1913 ως το 1919, και οι οποίες είναι οι πολυπληθέστερες, ακόμη και τα πρώτα χρόνια της ελληνικής πια Θεσσαλονίκης. Διόλου παράξενο, δεδομένου ότι η εβραϊκή κοινότητα είναι ακόμη η πολυπληθέστερη κοινότητα έναντι των χριστιανών και των μουσουλμάνων τη στιγμή της ένταξης στο νέο ελληνικό κράτος της πόλης . Θυμίζω πώς σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του ελληνικού κράτους το 1913, κατοικούν στη Θεσσαλονίκη 61.439 Εβραίοι, που ώς τότε αποτελούσαν το «μιλλέτ» των Εβραίων για την οθωμανική διοίκηση και που θα γίνουν Ελληνοεβραίοι με μια σταδιακή acculturation, διαδικασία πολιτισμικής και γλωσσικής ένταξης των ισπανόφωνων σεφαραδιτών, που θα πάρει πολλές δεκαετίες για να ολοκληρωθεί. Από το 1920 θα αναγνωριστούν με νόμο οι εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδος, και έτσι θα συσταθεί και η «Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης».
Από το 1913 (όταν η Θεσσαλονίκη γίνεται και επίσημα ελληνική με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου) ώς το 1919 η Αίγλη Μπρούσκου εντοπίζει σχεδόν 300 Ελληνοεβραίες πια τροφούς που συνεργάζονται με το βρεφοκομείο στο Μητρώο Εισαγωγών του ιδρύματος. Από το 1919 η ‘τοποθέτηση σε τροφό’ δεν αναγράφεται πλέον στο επίσημο μητρώο, καθώς σε έναν έλεγχο καταγγέλθηκαν οι συνθήκες στα σπίτια των τροφών ως εντελώς ανθυγιεινές και προτάθηκε το Βρεφοκομείο να γίνει κρατικό και τα βρέφη να σιτίζονται εντός αυτού. Στην έκθεση αυτή το Διοικητικό Συμβούλιο απάντησε με επιστολή στην οποία αναφέρει: « […] ο κόλπος της γαλουχούσης τροφού είναι απείρως τρυφερώτερος και θρεπτικότερος από όλας τα άλλας περιποιήσεις και διάφορα του κουτιού γάλατα.» [2]
Η κρατική παρέμβαση δεν πραγματοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Μητροπολίτη το Βρεφοκομείο συνέχισε τη λειτουργία του. Τα πράγματα βελτιώθηκαν πολύ με την απόκτηση νέου ευρύχωρου κτιρίου. Η συνεργασία με τις τροφούς συνεχίζεται «παράνομα» από ό,τι φαίνεται από λυτά έγγραφα που έφερε στο φως η έρευνα ώς το 1938, όταν το βρεφοκομείο γίνεται δημοτικό, και σταματούν όντως να συνεργάζονται με εξωτερικές τροφούς. Για 25 όμως χρόνια το «εβραϊκό γάλα» θρέφει συστηματικά τα μικρά χριστιανόπουλα του Αγίου Στυλιανού.
Οι τροφοί ανελάμβαναν το μωρό στο σπίτι τους και το κρατούσαν μέχρι να γίνει δύο χρονών, εκτός αν πέθαινε (και η θνησιμότητα ήταν μεγάλη, γύρω στο 60%) ή αν το ζητούσαν νωρίτερα οι γονείς ή κάποιο συγγενικό πρόσωπο. Κάπως παρήγορο είναι το γεγονός ότι, όπως δείχνει η έρευνα της Αίγλης Μπρούσκου, από τα 10.000 περίπου βρέφη που ανέλαβε ο ΄Αγιος Στυλιανός στα 80 χρόνια της λειτουργίας του (1913-1993), τα 3.000 περίπου τα πήραν κάποια στιγμή πίσω οι οικογένειές τους ή κάποιο συγγενικό πρόσωπο. Στο διάστημα που το παιδί έμενε στο σπίτι της τροφού, αυτή δεν πρόσφερε μόνο το γάλα της, αλλά ήταν πραγματική παραμάνα των βρεφών που μεγάλωναν σπίτι της (δηλαδή όσων βρεφών επιζούσαν). Ας θυμίσουμε εδώ την μεγάλη φτώχεια του μεγαλύτερου μέρους της εβραϊκής κοινότητας, ειδικά μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που ανάγκασε πολλές χιλιάδες ανθρώπους να φύγουν από το κέντρο της πόλης και να στεγαστούν σε καταυλισμούς προσφυγικούς. Απ’ αυτά τα πιο φτωχικά στρώματα προέρχονταν οι παραμάνες που αμείβονταν άθλια και ζούσαν σε ανθυγιεινές συνθήκες, οι περισσότερες σε συνοικία που γειτνίαζε με το βρεφοκομείο.
Τις θεματικές αυτές η Αίγλη Μπρούσκου παρουσίασε σε 2 συνέδρια στην δεκαετία του ’90. Πρώτα στο Συνέδριο της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού στη Θεσσαλονίκη το 1991 και έπειτα στο Συνέδριο της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραϊτη στην Αθήνα, το 1998.[3] Αν στέκομαι στα συνέδρια αυτά, στον τόπο και στον χρόνο που έλαβαν χώρα, είναι γιατί αποτέλεσαν ισάριθμους σταθμούς στην ανάδυση του ενδιαφέροντος τόσο για την εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα διαχρονικά όσο και για τη δραματική της εξόντωση στα χρόνια της Κατοχής. Τα ζητήματα αναδύονταν τότε παράλληλα, καθώς «ανακαλύπταμε» τους Ελληνοεβραίους, τα συνέδρια τα περιλάμβαναν όλα. Αργότερα θα είχαμε πιο ειδικευμένες ημερίδες, καθώς το ενδιαφέρον μονοπωλήθηκε από τη γενοκτονία των Εβραίων.
Επιστρέφω στην ιστορία του βρεφοκομείου: το καθεστώς της συνεργασίας με τις τροφούς είχε ήδη καταλυθεί από το 1938 οπότε δεν ισχύει πια τη στιγμή της εκτόπισης του συνόλου σχεδόν της ελληνοεβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης από τους ναζί και της εξόντωσής τους στο στρατόπεδο του ΄Αουσβιτς-Μπιρκενάου. Τον Μάρτιο του ’43 που αρχίζει η εκτόπιση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχουν προφανώς πια εβραίες τροφοί στον ΄Αγιο Στυλιανό. Υπάρχουν όμως καθαρίστριες που φαίνονται στο μητρώο.
Γράφει η Αίγλη Μπρούσκου: « Στις 15 Μαρτίου 1943 θα γίνει η συγκέντρωση των Εβραίων και θα ξεκινήσει το πρώτο τρένο για την Πολωνία. Την ίδια ημερομηνία θα σβηστούν χωρίς άλλες παρατηρήσεις από την κατάσταση μισθοδοσίας του βρεφοκομείου και οι τελευταίες εβραίες πλύντριες και καθαρίστριες.» (σ. 157) Μνημονεύω τις διαγραμμένες καθαρίστριες με τα ονόματά τους: Ντουντού Σολομών, Ταμάρ Πίνχας, Σινιόρα Ρουσέ και Σάρα Ρόζα.[4]
Συνεχίζει η συγγραφέας: «Μόνο μερικά έκθετα μωρά, για τα οποία « εκ των σπαργάνων των εικάζεται ότι είναι εκ των Ισραηλιτών», θα αφεθούν στην αυλή του βρεφοκομείου και θα σωθούν. Λίγα από αυτά επιστράφηκαν στους επιζώντες συγγενείς τους μετά τον πόλεμο. Βαφτισμένα βέβαια, αλλά διαφυλαγμένα.» [5] Θα σταθώ ιδιαίτερα στην τελευταία φράση: «Τα περισσότερα όμως γύρισαν την ίδια μέρα οι γονείς τους και τα πήραν. Μαζί τους.» [σ.157] Τα περισσότερα λοιπόν, όπως σημειώνει η συγγραφέας δίχως άλλο σχόλιο, θα επιστρέψουν οι γονείς για να τα πάρουν και θα τα έχουν μαζί τους στα τραίνα για το ΄Αουσβιτς. Και ξέρουμε βέβαια τι σήμαινε αυτό. Αυτά τα βρέφη ανήκουν στο 1.500.000 περίπου παιδιά και βρέφη που εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων του ΄Αουσβιτς-Μπρικενάου και των άλλων στρατοπέδων εξόντωση αμέσως μόλις έφταναν εκεί (13.000 βρέφη και παιδιά από τις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας εξοντώθηκαν). Απόδειξη κι αυτό πως όταν οι γονείς γυρνούσαν να τα πάρουν, αλλάζοντας γνώμη μες στην ίδια μέρα και μην αντέχοντας τον αποχωρισμό, δεν πίστευαν βέβαια πως τα οδηγούν στον βέβαιο χαμό τους, αλλιώς θα τα άφηναν. Οι περισσότεροι τουλάχιστον πίστευαν ξεριζώνονταν για άλλη μια φορά και πως ξεκινούσαν για μια δύσκολη μετανάστευση σε τόπο μακρινό και αφιλόξενο, όπου οι Εβραίοι δεν μιλούσαν καν ισπανικά. Και όντως, μιλούσαν γίντις. Μόνο που τον Μάιο του 1943 δεν υπήρχαν πια Εβραίοι στην Πολωνία για να τα μιλήσουν (μετά την εξέγερση του γκέττο της Βαρσοβίας έχουν σκοτωθεί και οι τελευταίοι). Ούτε αυτό όμως γνώριζαν οι Θεσσαλονικείς σεφαραδίτες μας.
Η ιστορία του Αγίου Στυλιανού έρχεται εδώ να διασταυρωθεί με την ιστορία της εκτόπισης των Εβραίων της πόλης και να προσφέρει ένα ακόμη σημαντικό αποδεικτικό τεκμήριο για το τι πίστευαν οι περισσότεροι τουλάχιστον Εβραίοι που πήραν «εκείνη την Εγνατία» όπως λέει κι ο Γιώργος Ιωάννου, δρόμο που τους οδηγούσε με τα μπογαλάκια τους στο γκέττο μπροστά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό («άνεμος άγριος σαρώνει μες στη μνήμη μου εκείνη την Εγνατία…», γράφει ο Ιωάννου.) Κι αυτό το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό, γιατί είναι ένα τεκμήριο για θέματα οδυνηρά για τα οποία η συζήτηση είναι ακόμη ανοιχτή (για το τι δηλαδή ακριβώς πίστευαν ή γνώριζαν σε σχέση με τον προορισμό τους).
Μία άλλη πτυχή στην οποία θέλω να αναφερθώ είναι η υπόθεση του κτιρίου. Το βρεφοκομείο στεγάζεται στην εβραϊκή Σχολή Καζές από το καλοκαίρι του ’41 έναντι ενός γλίσχρου ενοικίου που ο Δήμος οφείλει να καταβάλει στην κοινότητα και πάλι το καθυστερεί. Το θέμα αυτό δεν αναφέρει καθόλου η συγγραφέας στο βιβλίο της, το αναπτύσσει όμως αριστοτεχνικά στο κείμενό της με τον εύστοχο κι εύγλωττο τίτλο: « ΄Οποια πέτρα κι αν σηκώσεις». [6] Σ’ αυτό αναλύει την εγγραφή της υπόθεσης του κτιρίου στην ευρύτερη υπόθεση της απόδοσης των περιουσιών των Εβραίων που χάθηκαν και των κοινοτικών κτιρίων στις μεταπολεμικές κοινότητες και στους επιζώντες. Αναδεικνύει όμως και τα αντισημιτικά στερεότυπα που συνδέονται μ’ αυτή την ιστορία, στη συνείδηση της σύγχρονης κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Δεν θα επεκταθώ, αλλά ήθελα να δείξω με πόσα νήματα η ιστορία του Βρεφοκομείου συνδέεται με την ιστορία των Εβραίων της πόλης. Και αναδεικνύεται έτσι σ’ έναν τόπο συνάντησης και ανταλλαγών των Εβραίων και χριστιανών Θεσσαλονικιών και μάλιστα μέσα από ένα πολύ ιδιαίτερο κι ευαίσθητο κανάλι, αυτό του μητρικού γάλακτος και της ανατροφής παιδιών.
Και περνώ στο δεύτερο νήμα: στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ένα νέο ερευνητικό πεδίο συγκροτείται στην ελληνική ιστοριογραφία και στο πεδίο της κοινωνικής ιστορίας: το ενδιαφέρον για για την παιδική ηλικία και τη νεότητα. Δύο φορείς με αποκλειστικό ενδιαφέρον αυτή τη κατεύθυνση επιχορήγησαν τότε πολλές έρευνες και τις εξέδωσαν. Επρόκειτο για ευρείες θεματικές, που μπορούσαν να αγκαλιάσουν τα πιο διαφορετικά θέματα αλλά πάντα μέσα σε μια κοινή οπτική. Αυτή που αντιμετώπιζε τα παιδιά και τους νέους όχι πια ως φυσικές αλλά ως κοινωνικές κατηγορίες, άρα και ως ιδιαίτερα ερευνητικά αντικείμενα / υποκείμενα.
Είχα την τύχη να μοιραστώ το γόνιμο εκείνο κλίμα που συνδύαζε τα ξενόγλωσσα διαβάσματά μας, τη θεωρία με την οποία είχαμε επιστρέψει από τα μεταπτυχιακά μας, οι περισσότεροι τότε ακόμη από το Παρίσι, με την επιτόπια έρευνα και την εφαρμογή της. Έτσι και η έρευνα της Αίγλης Μπρούσκου επωφελήθηκε από το γενικότερο κλίμα και από τη συγκεκριμένη επιχορήγηση του Ιδρύματος Σπύρου Δοξιάδη για το Παιδί (στο πλαίσιο αυτό η ίδια ανέλαβε μια έρευνα με θέμα τον αποχωρισμό των παιδιών από τους γεννήτορές τους στην ελληνική κονωνία). Πολύ αργότερα υποστήριξε την ολοκληρωμένη μελέτη της ως διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Επικεντρωμένο στο παιδί το Ιδρυμα Δοξιάδη έβγαλε πολλά βιβλία κι επιχορήγησε πολλές έρευνες. Ο άλλος φορέας το Ιστορικό Αρχείο της Ελληνικής νεολαίας (το γνωστό ΙΑΕΝ) επιχορήγησε επίσης έρευνες που κατέληξαν σε πολλές δεκάδες βιβλία γύρω από τη νεολαία, είτε μέσα από την εκπαίδευση, είτε μέσα από τον τύπο, είτε μέσα από οργανώσεις ή άλλες θεματικές. Σ’ αυτόν εξάλλου τον φορέα η Αίγλη Μπρούσκου μαζί με την ΄Αννα Αγγελοπούλου εξέδωσαν το βιβλίο τους το σχετικό με τα παραμύθια (1994, κατάλογος ΙΑΕΝ). Σήμερα δεν μπορούμε παρά να νοσταλγούμε εκείνα τα χρόνια που νέοι ερευνητές και ερευνήτριες μπορούσαν σχετικά εύκολα να δουν μια έρευνά τους να χρηματοδοτείται κι ένα βιβλίο τους να εκδίδεται.
Για να επιστρέψω στο βιβλίο της Αίγλης που ασχολείται με την πιο ευάλωτη κατηγορία, τα έκθετα βρέφη: μπορεί να εκδίδεται το 2015, όμως η προβληματική του διαμορφώθηκε εκείνη την εποχή μέσα σ’ αυτό το κλίμα, και σ’ αυτό εγγράφεται.
Νομίζω ότι έχει τη σημασία του ότι πολλές (δεν έχω μετρήσει ώστε να πω με βεβαιότητα αν είναι οι περισσότερες) πολλές πάντως από αυτές τις έρευνες εκπονήθηκαν από γυναίκες ερευνήτριες. Στη δεκαετία του ’80 και του ‘90 εμφανίζονται για πρώτη φορά πολυάριθμες γυναίκες συγγραφείς ιστορικών βιβλίων, και μαζί τους ανανεώνονται και οι θεματικές: τα παιδιά, οι νέοι, οι γυναίκες, η προφορική ιστορία ως μεθοδολογικό εργαλείο, που εφαρμόστηκε καταρχάς στη δεκαετία του ’40, χρωστούν πολλά στις νέες ερευνήτριες που μπήκαν τότε δυναμικά στον στίβο ανανεώνοντας τη σύγχρονη νεοελληνική ιστοριογραφία.
Εξάλλου η ιστορία του Βρεφοκομείου διασταυρώνεται και με την ιστορία των γυναικών, εφόσον η συγγραφέας ενσωματώνει και την έμφυλη διάσταση. Στην πρώτη φάση της ζωής του Βρεφοκομείου μια επιτροπή κυριών έχει όλη την ευθύνη στο πλαίσιο της φιλανθρωπικής δραστηριότητας των κυριών της αστικής τάξης. Όταν όμως ο Δήμος θ’ αναλάβει το βρεφοκομείο το 1938 και θα το καταστήσει δημοτικό, το συμβούλιο και η Διοίκηση θα αποτελείται αποκλειστικά από άνδρες (με ορισμένες γυναίκες σε συμβουλευτικό μόνο ρόλο). Αργότερα πάλι οι γυναίκες θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις βαφτίσεις (σ. 236) καθώς θα γίνονται ανάδοχοι των παιδιών. Πολλές από αυτές είναι βρεφοκόμοι αλλά και πολλές είναι γυναίκες που δεν εργάζονται εκεί. Η γυναικεία παρουσία είναι αυτή που θα στηρίξει το Βρεφοκομείο σε επίπεδο προσωπικού από την αρχή ως το τέλος της λειτουργίας του και της μετατροπής του σε δημοτικό παιδικό σταθμό τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ιστορία όμως του Βρεφοκομείου διασταυρώνεται όχι μόνο με επιμέρους ιστορίες αλλά και με την ίδια την μεγάλη Ιστορία, με Ι κεφαλαίο. Οι τρόφιμοί του πολλαπλασιάζονται σε εποχές προσφυγιάς, μεταναστεύσεων, εμφυλίου πολέμου και η προέλευσή τους σχετίζεται με αυτά τα γεγονότα. Τα βρέφη που ακόμη δεν έχουν ιστορία, γράφουν ήδη την ιστορία, όπως σημειώνει η συγγραφέας. Επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά πώς και τα πιο ευάλωτα και ανυπεράσπιστα ανθρωπάκια είναι κι αυτά κοινωνικά υποκείμενα.
Θα κλείσω διαβάζοντάς σας την πρώτη παράγραφο του προλόγου της Αίγλης: « Την 1η Ιουνίου του 1918 ένα αγοράκι ενός έτους πετάχτηκε στην πόρτα του βρεφοκομείου ΄Αγιος Στυλιανός στη Θεσσαλονίκη. Η κατάσταση της υγείας του καταγράφηκε στο Μητρώο Εισαγωγών του ιδρύματος: Εισήλθεν εν απελπιστική καταστάσει, κατεστηκός ατροφικότατον, πάσχον εκ ποττείου κακού (φυματιώσεως των αρθρώσεων), χρονίας διαρροίας, και φέρον κάταγμα του δεξιού βραχίονος.» Πέθανε δεκαπέντε ημέρες μετά την εισαγωγή του, στα μέσα του Ιουνίου του 1918, […] Το ΄Ιδρυμα δεν μπόρεσε να του προσφέρει παρά μόνον έναν αριθμό μητρώου, το 844 και άτυπα ένα όνομα: Ερριμμένος. ¨Ονομα που όχι μόνο φέρει την ιστορία του πεταμένου αυτού μικρού ανθρώπου, αλλά και συμπυκνώνει με απόλυτη οικονομία τις ιστορίες των αμέτρητων εκείνων βρεφών που η ζωή τους και συχνά ο τόσο κοντά στη γέννηση θάνατός τους σημαδεύτηκε από αυτήν την κίνηση της απόρριψης». (σ.13) Η σ. ομολογεί πως αυτό το περιστατικό στάθηκε γι’ αυτήν «ένας οδηγός της σκέψης και του συναισθήματος, ένας δάσκαλος για το πώς το ένα μπορεί να υποστηρίζει ή και να ελέγχει το άλλο. Ίσως ακόμη και σήμερα, είκοσι δύο χρόνια μετά, ο ερριμμένος υποβαστάζει διακριτικά και το διάβημα αυτής της έκδοσης» (σ. 13)
Το αίτημα ισορροπίας ανάμεσα στο συναίσθημα και στη σκέψη είναι καθοριστικό για τη συγγραφέα και γι’ αυτό επανέρχεται σ’ αυτό και στο κλείσιμο του βιβλίου της, στην τελευταία παράγραφο. ΄Ηθελα λοιπόν να πω ως αναγνώστρια ότι αυτό το δύσκολο στοίχημα το κέρδισε απολύτως. Και είναι ένα στοίχημα απαραίτητο για να διατηρούν οι ανθρωπιστικές μας σπουδές όχι μόνο την επιστημονικότητά τους αλλά και την ανθρωπιά τους.
[1] Παρουσίαση του βιβλίου στις 11 Ιουνίου 2015, στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει»
[2] Μπρούσκου Αίγλη, «Λόγω της κρίσεως σας χαρίζω το παιδί μου», σ. 147.
[3] Βλ. δημοσιεύσεις στα Πρακτικά
[4] ΄Οπως τα αναφέρει η συγγραφέας στο κείμενο των Πρακτικών της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραϊτη, σ. 215.
[5] Υπενθυμίζω ότι στη Θεσσαλονίκη γύρισαν περίπου 2.000 άνθρωποι από τους 49.000 που ζούσαν εκεί το 1949, 1.000 επιζώντες του Αουσβιτς Μπιρκενάου και 1.000 που είχαν γλιτώσει την εκτόπιση ή είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση.
[6] « ΄Οποια πέτρα κι αν σηκώσεις»